- τριχοκέφαλος
- ο, Νζωολ. κοινή ονομασία τών παρασιτικών νηματωδών σκωλήκων τού γένους Trichuris και ιδιαίτερα τού γένους Trichuris trichiura, που παρασιτεί στο λεπτό έντερο τού ανθρώπου και άλλων θηλαστικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichocephalous < θρίξ, τριχός + -κέφαλος (< κεφαλή). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.